- αδρανοποιώ
- κάνω κάποιον (ή κάτι) αδρανή.[ΕΤΥΜΟΛ. < αδρανής + ποιώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδρανοποιώ — αδρανοποιώ, αδρανοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αδρανής — ές (Α ἀδρανής) ο μη δραστήριος, οκνός, νωθρός νεοελλ. ακίνητος αρχ. 1. αδύναμος, ασθενικός 2. (για τον σίδηρο) αυτός που έχει χάσει τη δύναμή του, ο άχρηστος 3. ανύπαρκτος, φανταστικός, πλασματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δραίνω. ΠΑΡ. ἀδράνεια … Dictionary of Greek